- Στησίλεως
- Στησίλεω̆ς , Στησίλευςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στησίλειος — εία, ον, Α [Στησίλεως / Στησίλαος] 1. αυτός που ιδρύθηκε ή αφιερώθηκε από τον Στησίλεω, Αθηναίο στρατηγό στη μάχη τού Μαραθώνα (α. «Στησίλειον σκάφιον», επιγρ. β. «Στησίλειον ποτήριον», επιγρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Στησίλεια αγώνες που… … Dictionary of Greek